- κλιματολογικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην κλιματολογία ή στο κλίμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλιματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλιματολογία («κλιματολογικές έρευνες»). επίρρ... κλιματολογικώς από κλιματολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. climatologique < climat(o) (< κλίμα, ατος) + logique (< λογικός < λόγος… … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
παράγοντας — ο 1. ό,τι συντελεί σε κάτι, ο συντελεστής, ο δημιουργός κατάστασης: Ο κλιματολογικός παράγοντας επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. 2. (για πρόσωπα), πρόσωπο που από τη θέση του στην κοινωνία έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει και να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)